- τελειομανής
- ο, η, Νάτομο που έχει τη μανία τής τελειότητας, που έχει παθολογική τάση για το τέλειο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. μεγαλο-μανής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
τελειομανία — η, Ν [τελειομανής] η ιδιότητα και η κατάσταση τού τελειομανούς … Dictionary of Greek
Κιούμπρικ, Στάνλεϊ — (Stanley Kubrick, Νέα Υόρκη 1928 – Χερτφορντσάιρ, Αγγλία 2000).Αμερικανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Άρχισε να εργάζεται από 17 ετών ως επαγγελματίας φωτογράφος στο περιοδικό Look, συνέχισε ως σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ (1950)… … Dictionary of Greek
Λάσκαρις, Μιχαήλ — (Κέρκυρα 1903 – Αθήνα 1965). Βαλκανιολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε φιλολογία και πολιτικές επιστήμες στη Σορβόνη και μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια του Ζάγκρεμπ, του Βελιγραδίου, της Σόφιας και του Βουκουρεστίου. Το 1926 εξελέγη καθηγητής … Dictionary of Greek